Αποσπάσματα από το βιβλίο του ΓΙΟΖΕΦ ΡΟΤ - Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΟΤΗ
...Στάθηκε τραβηγμένος από τα πολύχρωμα εξώφυλλα κάποιων περιοδικών - αλλά κι από την ξαφνική περιέργεια να μάθει τι μέρα ήταν, πόσες μέρες είχαν περάσει από την αρχή του μηνός και πόσες από την αρχή του μηνός και πόσες από την αρχή της εβδομάδας. Αγόρασε, λοιπόν, μια εφημερίδα, είδε πως ήταν Πέμπτη,θυμή8ηκε ξαφνικά ότι κι ο ίδιος είχε γεννηθεί Πέμπτη, και χωρίς να δώσει προσοχή στην ημερομηνία, αποφάσισε να γιορτάσει αυτή τη Πέμπτη τα γενέθλια του. Κυριευμένος τότε από μια παιδιάστικη χαρά δεν δίστασε στιγμή να υπακούσει σε μια καλή, ευγενική σχεδόν, παρόρμηση κι αντί να μπει στο
Ταρί - Μπαρί προχώρησε με την εφημερίδα στο χέρι και μπήκε σ' ένα καλύτερο ταβερνάκι, να πιει καφέ (ενισχυμένο, βέβαια, με μια δόση ρούμι ) και να φάει ένα σάντουιτς....
.... Κάθισε, λοιπόν. Κι επειδή απέναντι του ακριβώς ήταν κρεμασμένος
ένας καθρέφτης, δεν μπόρεσε να μην κοιτάξει το πρόσωπο του - και
του φάνηκε λες κι έκανε τότε από την αρχή γνωριμία με τον εαυτό του.
Αλλά αυτό που είδε, τον τρόμαξε. Κι αμέσως κατάλαβε γιατίτα τελευταία χρόνια φοβόταν τόσο τους καθρέφτες. Γιατί δεν ήταν ωραίο να βλέπει κανείς
κατάματα τον ξεπεσμό του. Κι όταν κανείς δεν αναγκάζεται να βλέπει το
πρόσωπο του, είναι κάπως σαν να μην έχει πρόσωπο, το πρόσωπο από
την εποχή πριν από το ξεπεσμό.
Αλλά τώρα τρόμαξε, όπως είπαμε, ιδίως επειδή έκανε τη σύγκριση με τις φυσιογνωμίες των καλοστεκούμενων ανδρών, που κάθονταν στα κοντινά τραπεζάκια γύρω του.....
…Για να νιώσεις μοναξιά, κάποιος πρέπει να απομακρυνθεί τόσο από το δωμάτιό του όσο και από την κοινωνία. Δεν είμαι μοναχικός, όσο διαβάζω και γράφω, ακόμη και αν δεν είναι κανείς μαζί μου. Αλλά αν κάποιος θέλει να είναι μόνος, άφησέ τον να κοιτά τα άστρα. Το φως που έρχεται από αυτούς τους ουράνιους κόσμους θα τον απομακρύνει από ό,τι αγγίζει.....
....Αν τα άστρα εμφανίζονταν για μια βραδιά κάθε χίλια χρόνια, τι θαυμασμό θα ένιωθε ο άνθρωπος...
....Τα άστρα εμπνέουν έναν κάποιον σεβασμό, καθώς, παρότι βρίσκονται συνέχεια εδώ, είναι απρόσιτα. Αλλά όλα τα φυσικά αντικείμενα προκαλούν συναφή εντύπωση, εφόσον το μυαλό είναι ανοιχτό στην επίδρασή τους. Η φύση ποτέ δεν εμφανίζεται με σκληρό παρουσιαστικό. Και ούτε ο πιο σοφός άνθρωπος δεν αποσπά τα μυστικά της, και δεν χάνει την περιέργειά του ανακαλύπτοντας την τελειότητά της σε κάθε λεπτομέρεια...
...Αλλά το τοπίο δεν είναι κανενός. Ο ορίζοντας δεν είναι ιδιοκτησία κανενός, παρά μόνο αυτού που με το βλέμμα μπορεί να συνενώσει όλα τα επιμέρους, και αυτός είναι ο ποιητής....
...Οι περισσότεροι δεν μπορούν να δουν και να πουν τι είναι ο ήλιος ή βλέπουν τουλάχιστον μια πολύ επιφανειακή όψη του. Ο ήλιος φωτίζει μόνο τα μάτια του ανθρώπου, αλλά λάμπει στα μάτια και στις καρδιές των παιδιών…
...Η επαφή του με τον ουρανό και τη γη γίνεται μέρος της καθημερινότητας του. Όταν είναι μέσα στη φύση, ο άνθρωπος αγαλλιάζει ανεξέλεγκτα, παρά τις πραγματικές λύπες. Η φύση λέει : << Είναι δικό μου πλάσμα, και παρόλες τις ιταμές θλίψεις του, θα του απαλύνω τον πόνο >> ....
Δεν είναι που έχασες τα πιο ωραία σου όνειρα.
Δεν είναι που φύγανε τα πιο ακριβά σου χρόνια.
Δεν είναι που είδες, όχι, τους τελευταίους σου φίλους
να σε προδίνουν ή να λιποταχτούν. Ετούτη η τρύπα είναι
φριχτή
στον τοίχο που με κόπο είχες σηκώσει, νύχτες άγρυπνος,
ρημάζοντας τα χέρια και τα χρόνια σου
στις πέτρες - τοίχο, για να σε κρύβει απ' την αμείλιχτη
αδιαφορια του κενού.
Και τώρα μια μικρή τρύπα, σχεδόν αόρατη, απ' όπου
μπαίνει αθόρυβα κι ανέκκλητα
όλο το ψύχος της μεγάλης ματαιότητας.
Αποσπάσματα από το βιβλίο του ΦΡΑΝΣΙΣ ΣΚΟΤ ΦΙΤΖΕΡΑΛΝΤ - Τ ' ΑΠΟΜΕΙΝΑΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ
...Άμα χάσεις μια δυο φορές τον ύπνο σου αρχίζεις να έχεις ζωντανούς εφιάλτες και το συναίσθημα της μεγάλης κόπωσης δημιουργεί την εντύπωση ότι κάτι έχειαλλάξει στη ζωή που συνεχίζεται γύρω σου. Τότε αποκτάς την πεποίθηση πως η ύπαρξή σου είναι παρακλάδι της ζωής και πως βλέπεις τη ζωή σαν σε ταινία ή καθρέφτη - πως οι άνθρωποι, οι δρόμοι και τα σπίτια είναι προβεβλημένες εικόνες από ένα αχνό και χαώδες παρελθόν. Σ' αυτή την κατάσταση βρισκόταν η Ρωξάνη τους πρώτους έξι μήνες της ασθένειας του Τζέφφρεϋ. Koιμότανε μόνον όταν ήταν εξουθενωμένη και ξύπναγε μέσα σε θολούρα...
...Δεν μπορούσε να κουνηθεί ήτανε θεότυφλος, βουβός, αναίσθητος. Όλη την ημέρα ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, εκτός από λίγη ώρα κάθε πρωί, όταν η Ρωξάνη τον έβαζε στην αναπηρική του πολυθρόνα για να συγυρίσει το δωμάτιο. Η παράλυση προχωρούσε αργά προς την καρδιά του. Στην αρχή - τον πρώτο χρόνο - η Ρωξάνη είχε μερικές φορές νιώσει ένα ανεπαίσθητο σφίξιμο στο χέρι της όταν κρατούσε το δικό του αλλά κι εκείνο σταμάτησε κάποιο βράδυ και δεν επαναλήφθηκε ποτέ πια και δυο ολόκληρες νύχτες η Ρωξάνη έμεινε ξάγρυπνη να κοιτάζει το σκοτάδι και ν' αναρωτιέται ποιο κομματάκι της ψυχής του είχε εξανεμιστεί, ποιον τελευταίο κόκκο αντίληψης μπορούσανε τα σμπαραλιασμένα νεύρα του να μεταφέρουνε μέχρι τον εγκέφαλο. Μετά απ' αυτό, πέθανε κάθε ελπίδα. Κι αν δεν τον φρόντιζε τόσο, η τελευταία σπίθα σίγουρα θα είχε σβήσει προ πολλού...
...Πολλοί επιστήμονες, ανάμεσά τους κι ένας περίφημος νευρολόγος, της είπανε ξεκάθαρα πως ήτανε μάταιες οι τόσες φροντίδες, πως αν ο Τζέφφρεϋ μπορούσε να μιλήσει θα έλεγε ότι ήθελε να πεθάνει, και πως αν το πνεύμα του τριγύριζε κάπου κοντά θα συμφωνούσε ότι δεν χρειαζόντουσαν οι τόσες θυσίες της, διότι δυσφορούσε μέσα σ' εκείνο το σώμα και ήθελε ν' απελευθερωθεί πλήρως.
<<Δεν καταλαβαίνετε>>, απαντούσε η Ρωξάνη κουνώντας ευγενικά το κεφάλι, <<πως όταν παντρεύτηκα τον Τζέφφρεϋ ήτανε - μέχρι που έπαψα να τον αγαπάω>>.
<<Δεν είναι δυνατόν ν' αγαπάς αυτό!>> της αντιτείνανε.
Και οι επιστήμονες ανασήκωναν αδιάφορα τους ώμους τους και φεύγανελέγοντας πως η κυρία Κέρταιν ήτανε πολύ αξιόλογη γυναίκα, και γλυκειά σαν άγγελος, προσθέτοντας πάντοτε πως, κατά τη γνώμη τους, πήγαινε χαμένη...
...Oέρωτάς της είχε σφραγιστεί κάπου μέσα σ' εκείνη την ανέκφραστη μούμια με το πρόσωπο πάντα στριμμένο μηχανικά στο φως, σαν πυξίδα, που περίμενε βουβά το τελευταίο κύμα να του παρασύρει την καρδιά...