Έχω ποθήσει μακριά να φύγω
Απ' το σύρσιμο του ξοδεμένου ψέματος
Και απ' του παλιού τρόμου τη διαρκή κραυγή
Μεγαλώνοντας πιο τρομερός καθώς η μέρα
Φεύγει πάνο απ' το λόφο στο θαλάσσιο βυθό.
Έχω ποθήσει μακριά να φύγω
Απ' την επανάληψη των χαιρετισμών,
Γιατί υπάρχουν στον αέρα τα φαντάσματα
Και στοιχειωμένοι ήχοι στο χαρτί
Και οι κεραυνοί των κλήσεων και των σημειώσεων.
Έχω ποθήσει μακριά να φύγω, όμως φοβάμαι,
Λίγη ζωή ακομή αξόδευτη μήπως εκτιναχθεί
Απ' το παλιό ψέμα που καίγεται στο πάτωμα
Και στον αέρα σπάζοντας μισότυφλο μ' αφήσει.
Ούτε απ' της νύχτας τον αρχαίο πανικό,
Το χώρισμα καπέλου απ' τα μαλλιά,
Τα χείλη κολλημένα στ' ακουστικό.
Θα έπεφτα απ' του θανάτου το φτερό.
Απ' αυτά δεν θα νοιαζόμουν να πεθάνω,
Μισά συμβάσεις και ψέματα τ' αλλα μισά.
Κι όταν το βράδυ θ' απλωθεί, σαν ένα κάλυμμα βαθύ,
και θα σκεπάσει, δια παντός, τη μάταιη υπαρξή μας,
μην πεις πως, κάπου, μια φωνή, θα μείνει, τάχα, να πονεί
το τρυφερό το μυστικό, που υπάρχει μεταξύ μας ...
Τ' αργό του δάκρυ που κυλά, πόσο σιγά, πόσο δειλά,
την ώρα που το βραδινό σκοτάδι μας κυκλώνει,
- πώς οι άλλοι να το θυμηθούν, αφού κι αυτοί θα κοιμηθούν,
κι αφού θα λείψουν τα πουλιά, και θα χαθούν κι οι κλώνοι;
Ως και το μόνο το γραφτό -μικρό κι εφήμερο κι αυτό,
που τώρα, εδώ, και με καρδιά τρεμάμενη, σου κλείνω,
πόσο, πιστεύεις, το πολύ, που θα μπορεί ν' αναπολεί
του μακρινού μας του καημού το πέρασμα, κι εκείνο;...
Γι' αυτό στο λέω να μ' αγαπάς όπου βρεθείς κι όπου
κι αν πας
κι η τωρινή μας η στοργή, πάντα πιστή να μείνει,
γιατί το βράδυ θ' απλωθεί, -κι ίσως η σκέψη μας χαθεί,
μες στο σκοτάδι το βαθύ, που παν οι πεθαμένοι ....
Ένα κερί αρκεί . Το φως του το αμυδρό
αρμόζει πιο καλά, θα ΄ναι πιο συμπαθές
σαν έρθουν της Αγάπης, σαν έρθουν οι Σκιές.
Ένα κέρι αρκεί. Η κάμαρη απόψι
να μη έχει φως πολύ. Μέσα στην ρέμβην όλως
και την υποβολή, και με το λίγο φως -
μέσα στην ρέμβην έτσι θα οραματισθώ
για να 'ρθουν της Αγάπης, για να 'ρθουν οι Σκιές.
ΘΑ 'ΠΡΕΠΕ, ίσως, να κάνω έναν απολογισμό της ζωής μου,
να βάλω, έστω, λίγη τάξη σ' όλες αυτές τις σκιές, όμως εκείνη η
συνάντηση είχε καθοριστεί απ' την πρώτη μέρα, βρεθήκαμε
πρόσωπο με πρόσωπο άξαφνα, φυσικά δε μίλησα, εξάλλου
πως να συνεννοηθείς, και με ποιόν, κι όπως ύστερα οι άλλοι
οπισθοχωρούσαν τρομαγμένοι, έσκυψα και μάζεψα τα κομμάτια
της σπασμένης λάμπας, σαν να 'πρεπε να τα πάρω όλα επάνω μου,
και μόνον όταν είσαι παιδί φθείρεσαι ακίνδυνα απ' τα όνειρα,
μα είναι κάποιοι που μια μέρα θα τρομάξουν μπροστά στον
πλούτο που μάζευαν, χωρίς να το ξέρουν, αφού η ασήμαντη ζωή
τους άφησε ανέπαφο το πιο σημαντικό, και ο λόγος είναι μάταιος,
αν δεν κρατάει μέσα του τη σιωπή, που μας άρχισε.
Μάτια που μόλις κοίταξα σε δάκρυα
Του χωρισμού
Στ' ονειρικό βασίλειο του θανάτου
Η χρυσή οπτασία ξαναπροβάλλει
Βλέπω τα μάτια μα όχι τα δάκρυα
Του οδυρμού.
Αυτός είν' ο δικός μου οδυρμός
Μάτια που δεν θα δώ και πάλι
Μάτια της κρίσης
Μάτια που δεν θα δω παρά
Στην θύρα του θανάτου, άλλο βασίλειο
Που όπως αύτο
Τα μάτια συνεχίζουν λίγο, ενώ
Λίγο ακόμη, δάκρυα συνεχίζουν
Και μας χωρίζουν.
Είσαι η γη και ο θάνατος
Η εποχή σου είναι η σιωπή
και το σκοτάδι.Δεν ζεί
τίποτα που πιο πολύ από σένα
να' ναι μακρύτερα απ' την αυγή.
Όταν δείχνεις να ξυπνάς,
είσαι μονάχα πόνος,
πόνος στα μάτια, στο αίμα,
που εσύ δεν τον νιώθεις.Ζεις
όπως ζει κάποια πέτρα,
όπως η άγονη γη.
Και σε ντύνουνε όνειρα,
λυγμοί και κινήσεις
που εσύ αγνοείς. Ο πόνος
σαν το νερό κάποιας λίμνης
τρέμει και σε κυκλώνει.
Είναι κύκλοι στο νερό.
Εσύ τους αφήνεις να σβήσουν.
Είσαι η γη και ο θάνατος.
Απόσπασμα απο το βιβλίο του OΣΚΑΡ ΓΟΥΑ'Ι'ΛΝΤ - DE PROFUNDIS
... Μερικές φορές, σκέφτομαι μήπως ήσουν απλώς μια μαριονέτα που την κινούσε ένα μυστηριώδες αόρατο χέρι με σκοπό να οδηγήσει τη ζωή μου,μέσα από μια περίπλοκη διαδοχή τρομακτικών γεγονότων, σ' ένα τρομακτικό τέλος.Αλλά και οι μαριονέτες έχουν πάθη.Δεν παίζουν το ρόλο τους εντελώς πειθήνια, προσθέτουν καινούργια
στοιχεία στην πλοκή, μπερδεύουν το νήμα της αλληλουχίας για να ικανοποιήσουν
δικές τους ιδιοτροπίες ή επιθυμίες. Η απόλυτη ελευθερία και ταυτόχρονα η απόλυτη
υποταγή στην αναγκαιότητα είναι το αιώνιο παράδοξο της ανθρώπινης ζωής.Και ίσως
είναι η μόνη δυνατή εξήγηση για το χαρακτήρα σου,αν μπορεί ποτέ να υπάρξει
εξήγηση για το βαθύ και τρομερό μυστήριο της ψυχής του ανθρώπου, εκτός
απο μία που κάνει αυτό το μυστήριο ακόμη πιο θαυμαστό .....
Απόσπασμα απο το βιβλίο του ΟΥΙΛΙΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ - Ο ΤΟΠΟΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΔΡΟΜΩΝ
<<Πρωτευουσιάνε, είδες ποτέ σκύλο να κυλιέται σε ψοφίμι?>
<< Mάλιστα, κύριε , κι ένιωσα το πειρασμό να τον ακολουθήσω, κύριε >>
<<Είδες ποτέ μαυρόφιδο να παριστάνει τον κροταλία? >>
<<Ναι, κύριε, κουλουριαζόταν και χτύπαγε την άκρη της ουράς του
στα ξερά φύλλα :μπρρρπ >>.
<<Κιμ,αν μπορούσες να διαλέξεις, 8α '8ελες να 'σουν φίδι φαρμακερό
ή όχι ? >>
<<Φαρμακερό, κύριε, σαν την πράσινη μάμπα ή την κόμπρα που
φτύνει >>
<<Γιατί? >>
<<Θα ένιωθα πιο ασφαλής, κύριε >>
<<Αυτη γνώμη έχεις για την ευτυχία, το να νιώθεις ασφαλής? >>
<< Mάλιστα, κύριε >>
<< Κι ένα φαρμακερό φίδι είναι πράγματι πιο ασφαλές ? >>
<<Στο τέλος ίσως όχι, αλλά τι πειράζει?Θα πρέπει να νιώθει
πράγματι υπέροχα όταν δαγκώνει κάποιον>>.
<<Πιο ασφαλές? >>
<<Μάλιστα,κύριε.Οι νεκροί ειναι λιγότερο επίφοβοι από τους
ζωντανούς.Είναι ενα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση >>.
<<Νεαρέ μου,είσαι ,νομίζω,δολοφόνος>>.
Η μοναξιά μοιάζει με τη βροχή. Τα βράδια
απ' του πελάγους αναθρώσκει τον καθρέφτη
από κοιλάδες μακρινές κι από λιβάδια
στον ουρανό ανεβαίνει πάντα, που την έχει.
Κι ύστερα, από εκεί ψηλά, στην πόλη πέφτει.
Πέφτει την ώρα που το φως πια δεν αντέχει,
όταν τους δρόμους βάφουν πάλι τα σκοτάδια,
κι όταν τα σώματα χωρίζουν λυπημένα
δίχως να βρουν ό,τι ζητούν, μένοντας ξένα
κι όταν οι άνθρωποι εκείνοι που μισούνται,
πάλι στο ίδιο στρώμα πέφτουν και κοιμούνται: